ολάσπρος

ολάσπρος
-η, -ο και ολόασπρος, -η, -ο ο ολότελα άσπρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ολάσπρος — η, ο βλ. ολόασπρος …   Dictionary of Greek

  • ολόασπρος — και ολάσπρος, η, ο εντελώς άσπρος, κάτασπρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”